- νήνεμος
- -η, -ο (Α νήνεμος, -ον)1. αυτός που δεν ταράζεται από άνεμο, ο χωρίς άνεμο, ο ήρεμος («ὅτε τ' ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος («νήνεμον ἒχειν τὴν ψυχήν», Πλούτ.)αρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ νήνεμοςτόπος ὅπου δεν πνέει άνεμος, απάνεμος, απάγκιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα ν(η)*- + ἄνεμος (πρβλ. αν-ήνεμος, δυσ-ήνεμος)].
Dictionary of Greek. 2013.